- πρωτόλουβος
- -η, -ο, Ν1. (για καρπούς) αυτός που ωριμάζει πρώιμα2. μτφ. αυτός που είναι ή εμφανίζεται πρώτος([για το χελιδόνι] «καλώς μάς ήρθες τού Μαρτίου πρωτόλουβο λουλούδι», Βαλαωρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -λουβος (< λουβί «μικρός λοβός»)].
Dictionary of Greek. 2013.